- ἱστιοπετής
- ἱστιο-πετής,A velivolus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιστιοπετής — ἱστιοπετής, ές (Α) (για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο πετής, ουρανο πετής] … Dictionary of Greek
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek